κερατίτες

κερατίτες
οι
(πετρογρ.) συμπαγή μεταμορφωμένα πετρώματα χωρίς σχιστότητα, που σχηματίζονται κατά τη μεταμόρφωση επαφής τών σχιστολίθων ή άλλων λεπτόκοκκων κλαστικών ιζηματογενών πετρωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + κατάλ. -ίτες, πληθ. τής -ίτης. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. hornfels].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κερατιτικός — ή, ό φρ. (πετρογρ.) «κερατιτική φάση» μια από τις κύριες υποδιαιρέσεις στην ταξινόμηση τών ορυκτών φάσεων τών μεταμορφωμένων πετρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερατίτες. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. hornfels facies] …   Dictionary of Greek

  • αμμωνίτες — Θαλάσσια μαλάκια που ανήκουν στην τάξη των κεφαλοπόδων και έχουν εκλείψει. Οι α. εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του παλαιοζωικού αιώνα, έζησαν και αναπτύχθηκαν κυρίως στον μεσοζωικό αιώνα, κατά το τέλος του οποίου εξαφανίστηκαν ύστερα από 250 300… …   Dictionary of Greek

  • αμφιβολίτες — Μεταμορφωσιγενές πέτρωμα που έχει κύριο συστατικό του τον αμφίβολο, μαζί με πλαγιόκλαστο ή και χωρίς αυτό. Στην Ελλάδα βρίσκεται μαζί με εκλογίτες και ασβεστούχους ή όχι κερατίτες στις κρυσταλλοπαγείς μάζες του Βόρειου και του Νότιου Αιγαίου. Ο… …   Dictionary of Greek

  • γρανάτες — Ομάδα πυριτικών ορυκτών, που κρυσταλλώνονται στην ολοεδρία του κυβικού συστήματος, με συνηθέστερη μορφή κρυστάλλων ρομβικού, 12έδρου ή δελτοειδούς 24έδρου. Χημικά ορίζεται με το γενικό τύπο X2Y3(SiO4)3, όπου το X παριστά τα δισθενή στοιχεία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”